- ξεμούχλιασμα
- τό1) очищение от плесени, снятие плесени; 2) перен. освежение, восстановление сил, бодрости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμούχλιασμα — το 1. καθάρισμα αντικειμένου από τη μούχλα που έχει, η αφαίρεση τής μούχλας από κάτι ή από κάπου 2. μτφ. ανάκτηση ζωντάνιας … Dictionary of Greek